- μετατροπα
- μετατροπάἡ дор. = μετατροπή См. μετατροπη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετατροπά — μετατροπά̱ , μετατροπή retribution fem nom/voc/acc dual μετατροπά̱ , μετατροπή retribution fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάτροπα — μετάτροπος turning about neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπάν — μετατροπά̱ν , μετατροπή retribution fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατροπάς — μετατροπά̱ς , μετατροπή retribution fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάτροπος — μετάτροπος, ον (Α) [μετατρέπω] 1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει («μετάτροποι πνέουσιν αὖραι», Ευρ.) 2. αυτός που στρέφεται προς κάτι ή γύρω από κάτι (α. «δαίμων μετάτροπος ἐπ ἐμοί», Αισχύλ. β. «ἔργα μετάτροπα» πράξεις που … Dictionary of Greek